Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Είσαι και φαίνεσθαι

Ανατρέχοντας στο άτιτλο ινδικό κείμενο που χρονολογείται περίπου στο 2ο π.Χ. αιώνα και κατά πάσα πιθανότητα ανήκει στο λόγιο της εποχής Καραμούγκα που αποτελεί στις μέρες μας βασική αναφορά τόσο των φιλοσόφων όσο και των επιστημόνων, μεταφράζουμε από τα αρχαία σασκριτικά: «το να είσαι δεν αρκεί πάντα άμα δε φαίνεσαι» (χ. 277). Το συγκεκριμένο χωρίο είναι μέρος ενός μεγαλύτερου κειμένου το οποίο είναι αφιερωμένο σε συμβουλές προς τους νέους. Ο συγγραφέας δε μένει μόνο μόνο στην εν λόγω επισήμανση αλλά μπαίνει στη διαδικασία να την αναλύσει χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη ντόπια πολιτικο-κοινωνική κατάσταση (ειδικά τις κάστες και τα κοινωνικά πρωτόκολλα που τις διέπουν) ενώ συχνά αναφέρεται σε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα της εποχής. Στην ανάλυσή του κάνει ξεκάθαρο ότι οι κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα εμφανείς και όχι να κρύβονται ή να υπονοούνται. Έτσι, αν είσαι αγόρι και είσαι για παράδειγμα όμορφος, έξυπνος, δυνατός, αποφασιστικός και διάφορα άλλα αρρενωπά, ή αν είσαι κορίτσι και είσαι όμορφη, σεμνή, δεκτική, υπομονετική και διάφορα άλλα θηλυπρεπή, τότε δεν αρκεί να είσαι αλλά θα πρέπει και να φαίνεται. Από την άλλη μεριά, διαβάζουμε σε ακόλουθο χωρίο, ότι αν είσαι άρρωστος, άσχημος, κατεργάρης ή αδιάβαστος τότε σίγουρα καλύτερα να μην είσαι, αλλά «αν είσαι άτυχος και είσαι, τότε καλύτερα να μην φαίνεσαι» (χ.298).

Ενδιαφέρον έχει προκαλέσει το αμέσως επόμενο χωρίο όπου ο Καραμούγκα καλεί τους νέους να προσπαθήσουν να ‘φαίνονται’, ακόμα κι όταν δεν ‘είναι’ προσθέτοντας: «εσύ ας φαίνεται, ακόμα κι αν δεν είσαι. Μπορείς να φαίνεσαι πλούσιος ενώ δεν είσαι; Έξυπνος; Καθαρός; Φιλόξενος; Αν μπορείς είναι το ίδιο σαν να ήσουν» (χ. 303). Εδώ γίνεται πια ξεκάθαρη η επίδραση του Καραμούγκα στις μεταμοντέρνες θεωρίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, έστω κι αν η πλειοψηφία των στοχαστών συστηματικά δεν του αναφέρονται. Με άλλα, πιο σημερινά, λόγια θα λέγαμε ότι το φαίνεσθαι είναι αυτό που τελικά οργανώνει το είναι. Αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη κουβέντα, οπότε ας μείνουμε στο ποτέ το είναι πρέπεί ή δεν πρέπει να φαίνεται.

Στη συνέχεια του κειμένου θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις παραπάνω επισημάνσεις μελετώντας τη συγκεκριμένη περίπτωση του να είναι ένα αγόρι αδερφή, κάτι που είναι κοινώς αποδεκτό ότι είναι κοινώς μη-αποδεκτό.
Υπάρχουν τέσσερις δυνατοί συνδυασμοί των όρων «είναι» και «φαίνεται» οι συνδυασμοί των οποίων έστω ότι οριοθετούν κάποιες συγκεκριμένες και διακριτές ταυτότητες:

α) Το να «είσαι και να μη φαίνεσαι» (αδερφή) είναι σχετικά μικρό το κακό. Γενικά, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις εφόσον αυτό δε φαίνεται. Έτσι, μπορείς να είσαι αρκεί να το κάνεις στον ιδιωτικό σου χώρο, ή άντε σε ένα περιφραγμένο μέρος για σένα και γι’ άλλους σαν κι εσένα, όπως η κρεβατοκάμαρά σου ή άντε ένα gay village ή ένα ιδιοτικό πάρτυ, όπου οι ‘άλλοι’ μπορούνε βέβαια να μπαίνουν αν και όποτε γουστάρουν να κάνουν χάζι αλλά εκεί τέλος πάντων σου επιτρέπεται να είσαι και να φαίνεσαι. Αν είσαι αλλά δε φαίνεσαι, δε θα ασχοληθούν μαζί σου, δε θα σε τραμπουκίσουν στο σχολείο, δε θα σε κράξουν στη γειτονιά, δεν ενοχλείς, δεν παραβιάζεις καμία συνθήκη της κανονικότητας των φύλων άρα δεν απειλείς, κι έτσι δε σε καταστέλλουν. Μάλιστα μπορούν να γαμηθούν μαζί σου, σαν άντρες, με εχεμύθεια, χωρίς συναισθήματα, και να το ξεχάσουν αμέσως μετά. Άλλωστε αν δε φάνηκε, δεν έγινε ποτέ.

β) Το να «φαίνεσαι αλλά να μην είσαι» επίσης δεν είναι πολύ μεγάλο το κακό. Πολύ σύντομα η αλήθεια θα αποκατασταθεί και έτσι δε θα υπάρχει πρόβλημα καθώς για όλους θα είσαι αυτός που «φαίνεται μωρέ, ο καημένος, αλλά δεν είναι» και έτσι τα πνεύματα θα εφησυχάζουν. Το «καημένος» δεν ήταν τυχαία επιλογή λέξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το κοινόν αίσθημα έχει έντονα τον χαρακτήρα του οίκτου και όχι αδικαιολόγητα: κάθε απόκλιση από την κανονικότητα αξίζει τον οίκτο από τη μεριά του κυρίαρχου κανονικού – άλλωστε οι κανονικοί είναι οι πλέον κατάλληλοι να γνωρίζουν, ή τουλάχιστον να φέρουν κάποιες εκτιμήσεις, για την κακουχία που ενέχει το να ζεις έξω από τον κόσμο που αυτοί έφτιαξαν για τους ίδιους. Με άλλα λόγια, αν έχεις τα προνόμια είσαι σε θέση να οικτίρεις αυτόν που δε τα έχει - δε θα ήθελες να είσαι στη θέση του και μάλιστα θα έκανες τα πάντα για να μη βρεθείς ποτέ. Το να «φαίνεσαι αλλά να μην είσαι» είναι λίγο πιο δύσκολο από την πρώτη κατηγορία γιατί συχνά θα πρέπει να επιβεβαιώνεις αυτή σου τη ταυτότητα περνώντας από τους ελέγχους που θα εφαρμόζουν πάνω σου, πιο πολύ για να εκτονωθούν τα δικά τους όμοεπιθυμητικά ένστικτα, αλλά και για να σε κρατάνε ενήμερο ότι βρίσκεσαι υπό παρακολούθηση διότι έχεις κινήσει υποψίες. Έτσι, στη γειτονιά, στον αγώνα, στο σχολείο, στο μεθύσι, το δικό σου τον κώλο θα χουφτώσουν αν τους έρθει όρεξη να χουφτώσουν κάτι που έχει το ίδιο φύλο με αυτούς. Αυτή είναι μια ασφαλής κίνηση από τη μεριά τους αφού εσύ «δεν είσαι, έστω κι αν φαίνεσαι» και άρα θα υπερασπιστείς τον τίτλο σου και... τουλάχιστον δε θα επιστρέψεις το χούφτωμα.

γ) Τι να πει κανείς για το «ούτε να είσαι ούτε και να φαίνεσαι». Είναι η ευχή κάθε μάνας που πόνεσε στη γέννα. Είσαι κανονικός, άρα κυρίαρχος, άρα εσύ κάνεις - δε σου κάνουν. Κανείς δε θα ασχοληθεί μαζί σου, ούτε οι γιατροί, ούτε οι μπάτσοι, ούτε οι νταήδες στο σχολείο, ούτε οι γονείς, ούτε καν οι ανθρωπολόγοι - σα να λέμε λοιπόν είναι η καλύτερη φάση να είναι κανείς.

δ) Τέλος, το να «είσαι και να φαίνεσαι» μοιάζει το πλέον εφιαλτικό σενάριο, στην περίπτωση της ομοφυλόφιλης ταυτότητας που εξετάζουμε. Και θα σε γαμάνε γιατί είσαι, και θα σε δέρνουν γιατί φαίνεσαι. Πάντα θα προκαλείς: το δημόσιο αίσθημα, τη δημόσια αιδώ, την αισθητική τους, την κανονικότητα των φύλων, την πατριαρχία, αλλά και την πιο πηγαία, αστείρευτη, ακατανόητη, ανυπότακτη, ενοχική καύλα των άλλων κατηγοριών, ειδικά της τρίτης. Τουλάχιστον, αν είσαι σε αυτή την κατηγορία και στην περίπτωση που αυτό είναι κάτι που σ’ ενδιαφέρει, είναι πιθανό να φας και κανένα αχαρτογράφητο πούτσο, σε λανθάνον τόπο και χρόνο.

Η παραπάνω λοιπόν ανάλυση συμφωνεί απόλυτα και δείχνει το βάθος της σκέψης του Καραμούγκα, που έβαλε τον κοινωνικό παράγοντα ως αναγκαίο ρυθμιστή του τι και πότε πρέπει να φαίνεται και τι να κρύβεται. Στην κουβέντα αυτή το είναι/δεν είναι αναφέρεται στη σεξουαλικότητα (με άλλα λόγια στο τι κάνει κανείς στο κρεβάτι του) ενώ το φαίνεται/δεν φαίνεται αναφέρεται στην ταυτότητα (κοινωνικού) φύλου, δηλαδή του πώς επιτελεί το φύλο του (αν είναι ή δεν είναι άντρας). Για τον λόγο αυτόν η κουβέντα αυτή είναι κατά βάση προβληματική διότι στηρίζεται πάνω στην αποδοχή της αυθαίρετης (γιατί δεν πατάει πουθενά) αλλά κανονιστικής συνθήκης της ετεροκανονικότητας που αποδίδει συγκεκριμένες σεξουαλικές συμπεριφορές σε συγκεκριμένα φύλα (ο “άντρας” str8 και ο “γυναικωτός” να τον παίρνει). Πέραν όμως από αυτό θα πρέπει θεωρούμε να αναδειχθεί και κάτι ακόμα. Ποιος όμως ορίζει τι και πότε φαίνεται και αντίστοιχα δεν φαίνεται;

Ποιος έχει επιφορτιστεί με το ρόλο του επόπτη- ρυθμιστή αυτών των καταναγκασμών και τιμωρεί τις αποκλίσεις τους; Με άλλα λόγια, εγώ φαίνομαι; Γιατί στην πλειοψηφία τους στα προφίλ σεξουαλικής δικτύωσης στο ίντερνετ οι χρήστες αναζητούν με πείσμα άντρες που «να είναι και να φαίνονται» και μάλιστα όχι «να νομίζουν ότι είναι» αλλά να «είναι πραγματικά στο σώμα, στη φωνή»... στα ρούχα, στο κρεβάτι;

Κοιτώντας την τρίτη κατηγορία, τον κυρίαρχο, αυτόν που κανείς δεν ασχολείται μαζί του, αναρωτιόμουν ότι αφού ούτε καν οι ανθρωπολόγοι δεν ασχολούνται μαζί του τότε κανείς δεν έχει καταγράψει τα χαρακτηριστικά του. Αυτός δεν φαίνεται επειδή κανείς δεν τον κοιτάζει. Και δεν τον κοιτάζει όχι γιατί δεν υπάρχει αλλά γιατί μόνο από τη δικιά του τη θέση μπορεί να κοιτάξει κανείς δηκτικά. Μόνο στα δικά του τα μάτια μπορεί πραγματικά κάτι να «φαίνεται». Με άλλα λόγια, ακόμα και οι ανθρωπολόγοι, οι «εντεταλμένοι από την κοινωνία» να κοιτάνε προσεκτικά αυτούς που φαίνονται, τους κυρίαρχους δε τους κοιτούν. Ποιος ανθρωπολόγος θα ασχοληθεί με τον λευκό δυτικό ετεροφυλόφιλο αρτιμελή άντρα; (για του λόγου το αληθές βλ. τη Συνέντευξη με έναν str8, σελ....). Γιατί αυτό; Γιατί «φαίνομαι» σημαίνει «γίνομαι ορατός», «διακρίνομαι» και άρα υφίσταμαι το βλέμμα του άλλου. Φαίνομαι σημαίνει φωτίζομαι από το βλέμμα του κυρίαρχου. Έτσι, ο κυρίαρχος, από τη μεριά του δε φαίνεται καθώς ο ίδιος δε διακρίνεται, αλλά αυτός είναι που διακρίνει κάτι, κάποιον...άλλο.

Με άλλα λόγια, θα ακούσεις ποτέ στο λεωφορείο να πει κανείς ότι «εγώ δεν έχω πρόβλημα, ας είναι ο άλλος ό,τι θέλει, αλλά αυτός απέναντι είναι τελείως str8;» ή «αυτός είναι προκλητικά αρρενωπός, δεν ντρέπεται έτσι που ντύνεται, που νομίζει ότι είναι, στο καψιμί»; ή «το βλέπεις αυτό το (str8) ζευγάρι; μα καλά δεν ντρέπονται λίγο; γιατί δε πάνε να φιληθούν στο σπίτι τους;». Το κυρίαρχο κανείς δεν το προσέχει. Αυτό, είπαμε, δεν φαίνεται αφού κανείς δεν το κοιτάζει. Ο κυρίαρχος κοιτάζει, αυτός σχολιάζει, σε αυτόν φαινόμαστε και σε αυτόν θα πρέπει να απολογούμαστε αν είμαστε ή αν δεν είμαστε, πόσο είμαστε και γιατί φαινόμαστε. Αυτός βάζει το κριτήριο του τι είναι φυσιολογικό, τι κανονικό και άρα κάθε παρέκκλιση από αυτό θα μπορεί «κοινή συναινέσει» να είναι κάτι που φαίνεται – «κοινή» δηλαδή ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους, όμοιούς του, κυρίαρχους.

Με ανάλογο κάπως τρόπο, το αν κάποιος έγχρωμος είναι πολύ ή λίγο μαύρος, που συχνά απασχολεί τις κοινότητες των έγχρωμων, είναι κάτι που συμβαίνει υπό το βλέμμα του λευκού. Ο λευκός έβαλε το ερώτημα και οι έγχρωμοι καλούνται να το απαντήσουν μπαίνοντας σε έναν μεταξύ τους ανταγωνισμό, προσπαθώντας όλοι να έρθουν πιο κοντά στο καλό χρώμα, που είναι το λευκό. Με ανάλογο τρόπο, ανταγωνίζονται οι αδερφές ποια είναι πιο πολύ άντρας, δηλαδή ποια φαίνεται περισσότερο με άντρα, ποια θα περνούσε λιγότερο για αδερφή. Και ο str8 κάθεται απέναντι και γελάει με τα χάλια μας, που αυτά όχι απλά φαίνονται αλλά βγάζουν μάτι.

Τώρα πια υπάρχουν δύο επιλογές: να συνεχίσουμε να βγάζουμε τα μάτια μας μεταξύ μας (όχι στο κρεβάτι εννοώ) ή να βγάλουμε τα μάτια του str8. Φωνάξτε μας αν είναι να πάμε για το δεύτερο.

κατέβασε όλο το τεύχος εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου