Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

«Επίσκεψη» στο κέντρο κράτησης μεταναστών χωρίς χαρτιά στην Αμυγδαλέζα,

του T.B.
(μια αρχική εκδοχή θα βρείτε εδώ

Κάποια στιγμή πέρσι το καλοκαίρι “επισκέφτηκα” το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα. Περίμενα στην είσοδο, έδειξα την ελληνική μου ταυτότητα, μπήκα στο βανάκι, έκατσα σε ένα μεταλλικό παγκάκι απ’ όπου δεν μπορούσα να δω έξω, κι αφού έχασα για τα καλά τον προσανατολισμό μου από τις στροφές, βρέθηκα στην καρδιά του μη-τόπου που είναι το κέντρο κράτησης - σε ένα μεγάλο διάδρομο που ορίζεται από τις περιφραγμένες πτέρυγες του τομέα στον οποίο κρατούνταν ο γνωστός μου. Ο διάδρομος διακλαδιζόταν σε άλλους φαρδύτερους και στενότερους διαδρόμους, δίνοντας μια αίσθηση λαβυρίνθου. Εκεί είχαν το δικό τους κοντέινερ οι φύλακες με ένα τραπεζάκι για να ελέγχουν τα τρόφιμα και τα άλλα πράγματα που είχαμε φέρει για τους κρατούμενους μετανάστες, να ξηλώνουν τις κουκούλες και τα λάστιχα απ’ τα ρούχα και να βγάζουν τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια. 

Η πρώτη εικόνα από τις ψηλές σήτες και τα συρματοπλέγματα μου θύμισε εγκαταστάσεις ζωικής παραγωγής που είχαμε παλιά στο χωριό, αλλά αυτού του τύπου τον συνειρμό ήμουν αποφασισμένος να τον μπλοκάρω εντελώς γιατί και η θυματοποίηση έχει τα όριά της, και το αισθητικό κλισέ είναι ξεκάθαρα ένα τέτοιο όριο. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να καταναγκαστώ προς αυτή την κατεύθυνση γιατί γρήγορα πλησίασα κοντά στα σύρματα και στο άκουσμα του ονόματος του γνωστού μου, διάφοροι κρατούμενοι άρχισαν να βγαίνουν από τα κοντέινερ και να πλησιάζουν τη σήτα, να λένε γεια, να ρωτάνε ποιος είμαι, ποιον θέλω, σε πιο κοντέινερ είναι κτλ. Και τότε είδα ότι ακόμα κι εκεί, μέσα από τα κάγκελα, κάτω από το ψιλόβροχο, κάπου στο πουθενά στους πρόποδες της Πάρνηθας, ανάμεσα στις σήτες και τα συρματοπλέγματα, υπό το διαρκές βλέμμα των μπάτσων, υπάρχει μια ζωή. Νέοι άνθρωποι εμφανιζόντουσαν από τα κοντέινερ και σιγά σιγά σκάγανε κάποια χαμόγελα επειδή βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν με άλλους, να κάνουν ένα τσιγάρο και να πούνε καμιά μαλακία, να ρωτήσουν τα νέα και να τα επαναλάβουν στους άλλους που μόλις πλησίασαν στην παρέα. Σίγουρα κι εκεί υπάρχει μια ζωή, αλλά επίσης σίγουρα η ζωή αυτή ζήλευε τη δική μου. 

Εγώ άρχιζα να αδειάζω την τσάντα μου από τις χειρονομίες που είχα με επιμέλεια ετοιμάσει από το σπίτι: να περνάω τα ρούχα και τα παπούτσια από μία τρύπα στη σήτα, να δίνω τα τσιγάρα, τις τηλεκάρτες, να κάνω τις ερωτήσεις που είχα έτοιμες χρησιμοποιώντας λίγες λέξεις και πολλές κινήσεις, όχι τόσο επειδή δεν ήξερα τη γλώσσα τους αλλά γιατί δεν είχα πια τι να κάνω τα άδεια χέρια μου. Ρωτούσα από που είναι, πόσο καιρό είναι μέσα, τι χαρτιά έχουν κι αν έχουν κάνει αίτηση για άσυλο, πως είναι το φαΐ κι αν κάνει πολύ κρύο, κι εκείνοι απαντούσανε συμπληρώνοντας τη χορογραφία. Και μετά δεν είχαμε και πολλά να πούμε και αρχίσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλο μήπως έχει ακούσει τίποτα για το πότε θα τελειώσει η κράτηση, κι αυτή η καθολική άγνοια ήταν κάτι που μοιραζόμουν μαζί τους, αλλά από μια πολύ διαφορετική θέση, τόσο διαφορετική που το ‘μοιράζομαι’ είναι μάλλον ατυχές ρήμα να χρησιμοποιήσει κανείς. 

Δεν έκατσα πολύ, είπα γεια, και ότι θα ξαναπάω. Μπήκα στο αμάξι μου και όπως απομακρυνόμουν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν μια φίλη που πήρε να με ρωτήσει πώς ήμουν· εγώ· γιατί το πώς είναι μέσα, όλοι μας λίγο πολύ (δεν) το ξέρουμε. Και τότε βρέθηκα να λέω ότι είμαι καλά, καν να την ευχαριστώ που με σκέφτηκε. Ήταν η πρώτη στιγμή μετά από πολύ ώρα που μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ πως αισθάνθηκα και πώς αισθάνομαι. 
Ξέρω καλά τον εαυτό μου και ξέρω πως σε τέτοιες καταστάσεις, ας τις πούμε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (ή καταστάσεις εξαίρεσης; sic) , κατεβάζω ρολά, μπαίνω στον αυτόματο, γίνομαι ψύχραιμος, δηλαδή ψυχρός, και λειτουργικός, δηλαδή εκτελεστικός, λέω λίγα, απαντάω στις ερωτήσεις που μου κάνουν μόνο αν πρέπει και φροντίζω να πετάω πίσω το μπαλάκι: πώς σε λένε; εσένα; από που είσαι; εσύ; έλληνας είσαι; εσύ; τι δουλειά κάνεις; εσύ; α!· και κάπως έτσι περιμένω να περάσει, να τελειώσει, και μονό αφού βρεθώ σε ασφαλές μέρος ανοίγω σιγά σιγά τα ρολά, κολλάω το σώμα μου στα όρια του εαυτού μου και κοιτάζω σιγά σιγά προς τα μέσα. 

Έτσι κάπως συνέβη και με την επίσκεψή μου στην Αμυδγαλέζα. Εκεί στο αυτοκίνητό μου, στο δρόμο της επιστροφής, άρχισα σιγά σιγά να ανοίγω το ρολά και να αφήνω το συναίσθημα να εμφανιστεί. Πρώτο πρώτο ήρθε αυτό το χαρμολύπικο συναίσθημα της ευτυχίας/ενοχής που εγώ, τώρα, δεν είμαι πια εκεί, αλλά είμαι εδώ, έξω, σταματάω να αγοράσω τσιγάρα, και ξαναξεκινάω, κι αν γουστάρω ξανασταματάω, και χαίρομαι κάθε τι που μπορώ να κάνω, και χτυπάω την πόρτα του αυτοκινήτου για να δω ότι μπορώ να το κάνω, κι ανοίγω το ραδιόφωνο και μετά το κλείνω και το ξανανοίγω και το ξανακλείνω και σκέφτομαι τι ωραία, θα πάω σπίτι μου, θα πετάξω τα ρούχα μου και θα μπω στο μπάνιο και θα τελειώσω πάνω μου όλο το ζεστό νερό του θερμοσίφωνα που άφησα αναμμένο πριν φύγω, και θα φτιάξω να φάω αυγά τηγανητά, όπως ακριβώς μου αρέσουν, με όσο πιπέρι γουστάρω και θα κάνω και μια σαλάτα, και το βράδυ μπορεί να βγω, αλλά μπορεί και όχι, γιατί μπορεί να θέλω να βγω, αλλά μπορεί και όχι, γιατί ρε συ δε θέλω να δω κανέναν, ή μάλλον δε θέλω κανένας να με βλέπει, και θα πάω να κουκουλωθώ στο κρεβάτι και δε θα ακούω κανέναν και τίποτα, κι όταν αισθανθώ λίγο καλύτερα και λίγο πιο κοινωνικός, θα βαρέσω μια μαλακία. 

Αυτό το αναστοχαστικό παραλήρημα πάνω στη προνομιακή μου κατάσταση διέκοψε ένα παιδί που είχα πάρει από την έξοδο του κέντρου κράτησης για να τον πάω προς Αθήνα. Τον είχα σχεδόν ξεχάσει. Είχε κι αυτός επισκεφτεί κάποιον δικό του. Δεν είχαμε πει πολλά, αλλά αφού είχαμε μοιραστεί το ίδιο μεταλλικό παγκάκι στο βανάκι της αστυνομίας, του πρότεινα να τον πετάξω μέχρι την Αθήνα και δέχθηκε. Με ρώτησε αν μπορούσε να καπνίσει - μάλλον είχε αρχίσει να το μετανιώνει που μπήκε στο αμάξι μου μετά την έβδομη φορά που άνοιξα και έκλεισα το ραδιόφωνο. Του είπα πως δεν έχω πρόβλημα και έτσι αρχίσαμε να μιλάμε και να καπνίζουμε. Και τότε μου επιβεβαίωσε αυτή τη σκέψη που με είχε ήδη πλημμυρίσει: ότι παρόλα αυτά υπάρχει μια ζωή εκεί μέσα. Κι ότι κάθε απόλυτα ζοφερή προβολή που κάνουμε γι’ αυτή τη συνθήκη είναι τουλάχιστον παραπλανητική και απλά θυματοποιεί, χωρίς να βοηθάει κανέναν μας. Κι ότι ολοκληρωτική μπορεί να είναι μόνο μια μεγάλη αφήγηση· αφήγηση για κάτι απομακρυσμένο από την εμπειρία, γιατί μια πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να είναι ολοκληρωτική, καθώς πάντοτε ανακαλύπτομαι και κατασκευάζονται ρωγμές που αφήνουν αχτίδες απόλαυσης, κρυψώνες με αποθέματα ελπίδας και κρυφά περάσματα σε σοφίτες ελευθερίας.  

Μου είπε πολλές ιστορίες αυτής της ζωής που υπάρχει μέσα, μιας κι αυτός είχε περάσει μια περίοδο κάποιων μηνών στην Αμυγδαλέζα, αλλά είχε βγει πριν λίγο καιρό, χωρίς ακριβώς να ξέρει γιατί - ακριβώς δηλαδή όπως μπήκε. Μου είπε για τις πατέντες που έχουν για να πιάνουν ραδιόφωνο, πως φτιάχνουν τσάι και πως καταφέρνουν να επικοινωνούν με τις γειτονικές τους πτέρυγες. Και μου είπε και μια ιστορία που αν γινόταν ταινία του Αγγελόπουλου θα τον λέγαμε ρομαντικό καλλιτέχνη που ζει εκτός πραγματικότητας. Είπε πως για κάποιο διάστημα έγραφαν μηνύματα σε χαρτί το οποίο τύλιγαν σε μια πέτρα και το πετούσαν στην απέναντι ή στη διπλανή πτέρυγα. Έτσι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν, να ανταλλάξουν νέα και πληροφορίες για την κράτησή τους. Μόνο που κάποια στιγμή ένα τέτοιο μήνυμα έπεσε στα πόδια ενός φύλακα, ο οποίος το άνοιξε και κάλεσε κάποιον να του το μεταφράσει. Το παιδί, λέει, για να μην αποκαλύψει αυτά που γράφονταν στο χαρτί του είπε ότι ήταν ένα ερωτικό μήνυμα από κάποιον προς κάποιον άλλο που είναι στην απέναντι πτέρυγα. Οι φύλακες το πίστεψαν αμέσως, μιας κι αυτό ήρθε μάλλον να επιβεβαιώσει την εντύπωσή τους για τους μετανάστες, ότι μπορεί όλοι τους να ‘ναι και λίγο πούστηδες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τους ρωτούσαν πώς μπορούν τόσο καιρό χωρίς σεξ και αν γαμιούνται μεταξύ τους γιατί τους βλέπουνε συχνά να πιάνονται χέρι χέρι και να κοιμούνται αγκαλιά - και τι να καταλάβουν τώρα αυτοί από πολιτισμικές διαφορές. Λίγες μέρες αργότερα, λίγο για το χαβαλέ και λίγο για να υποστηρίξουν το παραμύθι, οργανώθηκε ένας γάμος στην πτέρυγα του ενός παιδιού. Κάποιος, λέει, που πιάναν τα χέρια του και έφτιαχνε διάφορα πράγματα από πετραδάκια ή ότι άλλο βρει, τους έβαλε όλους να του μαζέψουν τα καλαμάκια από τους χυμούς που τους δίνανε και τα έπλεξε και έφτιαξε δύο πολύχρωμα στεφάνια. Και άλλοι έκοψαν σε πολλά κομματάκια εφημερίδες και χαρτιά και τα πετούσαν στον αέρα όταν γινόταν ο γάμος. Και τους βάλανε να φορέσουν καθαρά κι ωραία ρούχα και μέχρι το βράδυ χορεύανε και τραγουδούσαν μαζί και με τους φύλακες, οι οποίοι για δώρο προς το ‘ζευγάρι’, μετέφεραν, λέει, όλους τους κρατούμενους από ένα κοντέινερ ώστε να αδειάσει και το διέθεσαν σ΄ αυτούς που παντρεύτηκαν, για να κοιμηθούν μόνοι τους την ‘πρώτη νύχτα του γάμου τους.’ 

Άκουγα και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Ειδικά αυτή η στάση των αστυνομικών μου θύμισε τη συνηθισμένη αναπαράσταση του ‘καλού’ μπάτσου από το χόλιγουντ με την όποια όλοι μας έχουμε κάποια στιγμή αναγουλιάσει. Ίσως όμως και να εξηγείται και με όλες αυτές τις αναλύσεις για το στρατόπεδο συγκέντρωσης περί “κατάστασης εξαίρεσης” και “γυμνής ζωής.” Μπορεί για τους μπάτσους η ομοφυλοφιλία να είναι ένα μη- ανθρώπινο χαρακτηριστικό των μη-ανθρώπων, κι άρα αυτοί που έχουν απολέσει την ιδιότητα του ανθρώπου να μπορούν να “αναπτύξουν κι ομοφυλοφιλία.” Δε θα μου ‘κανε και μεγάλη εντύπωση· είναι απίστευτο τι μπορεί να κατεβάσει ένας ομοφοβικός νους. 
Κι αυτό μου έφερε στο νου κάτι άλλο που μου είχε πει ένας άλλος μετανάστης αλλά που ποτέ δεν μπόρεσα να διασταυρώσω, για κάτι που συνέβαινε σε ένα κέντρο κράτησης στη Μυτιλήνη, ή μάλλον όχι, στη Σάμο; στην Κω; κάπου εκεί. Οι θάλαμοι, λέει, είχαν ψηλά μια τηλεόραση που ήταν μονίμως ανοιχτή, και που φυσικά ρυθμιζόταν από τους φύλακες. Και αυτοί, λέει, τους έβαζαν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο να βλέπουν σκληρό πορνό. Ήταν τόσο δυσβάσταχτο που από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να διαμαρτύρονται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό. Δηλαδή σταμάτησαν να ζητούν καλύτερο φαγητό ή γιατρούς και ζητούσαν να σταματήσουν να τους δείχνουν τσόντες. Αυτό το βασανιστήριο είναι σίγουρα πιο κοντά στην εικόνα που έχω για τους αστυνόμους και τους δεσμοφύλακες. Κι αν σκεφτώ και τα βασανιστήρια στο Αμπού Γκρέιμπ, οι μπάτσοι είναι μάλλον κάπως έτσι διεθνώς. 

Οι στιγμές που σκέφτομαι τα κέντρα κράτησης, τους μετανάστες κι όλους τους έγκλειστους σε φυλακές είναι οι κατεξοχήν στιγμές που συνειδητοποιώ ότι έχω σώμα. Ότι το σώμα μου έχει κάποιες βασικές ανάγκες και κάποιες ακόμα βασικότερες που είναι ανάγκες για επιθυμία. Πως η δυνατότητα να εκπληρώνεις ανάγκες/επιθυμίες είναι ζωή - είναι αυτή η ζωή που έφερε άλλωστε τους μετανάστες εδώ, μέσα από ένα τόσο δύσκολο ταξίδι. Έτσι κάθε περιορισμός είναι ένας μικρός θάνατος. 

Το που πάω το σώμα μου, πότε το δείχνω και που το κρύβω, τι το ταΐζω και πώς το γαμάω είναι θεμελιώδες. Φυσικά και δεν υποστηρίζω ότι έχω το απόλυτο έλεγχο σε όλα αυτά. Ζω κι εγώ σε μία διευρυμένη βιοπολιτική συνθήκη, κι έτσι απέχω πολύ από την αυτοδιάθεση. Αλλά το όριο που βάζει το κέντρο κράτησης είναι εκεί για να μου επισημαίνεται διαρκώς ότι τα πράγματα δεν είναι τελείως σχετικά, αλλά υπάρχουν όρια ευδιάκριτα και συχνά ηλεκτροβόρα. 


Κι όταν αυτά τα όρια τα περνώ, έστω κι ως επισκέπτης, μαθαίνω κάτι γι’ αυτά κι άρα και για ‘μένα, αν και δεν το κάνω γι’ αυτό. Το κάνω για ν’ αλλάξω έστω και λίγο μια μέρα τους, να τους πω κάτι να έχουν να λένε, να τους δώσω κάτι να καπνίσουν, μια τηλεκάρτα για να παίρνουν τηλέφωνο και έναν αριθμό τηλεφώνου για να τη χρησιμοποιούν, να δημιουργήσω άλλη μια μικρή ρωγμή στην ‘ολοκληρωτική συνθήκη’ για να μην καταλήξει να γίνει ολοκληρωτική, να προσπαθήσω να τους δώσω λίγη ελπίδα δείχνοντας τους ότι δεν τους έχουν ξεχάσει όλοι μα όλοι, ότι από την άλλη μεριά της σήτας δεν υπάρχουν μόνο μπάτσοι, ότι δεν χαιρόμαστε όλοι οι έλληνες που είναι αυτοί εκεί, ότι για κάποιους έχουν σημασία, έχουν σώματα, ονόματα και ζωές.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου